- Μόσχους
- Μόσχοςyoung shootmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μόσχους — μόσχος 1 young shoot masc acc pl μόσχος 2 calf masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ενανθρώπηση — Η ενσάρκωση του δεύτερου προσώπου της Αγίας Τριάδας, του Ιησού, σύμφωνα με τη χριστιανική δογματική, που αποτελεί μεγάλο μυστήριο της χριστιανικής πίστης, αλλά και τη βάση της σωτηρίας των ανθρώπων. Κατά τη χριστιανική διδασκαλία, όταν έφτασε το… … Dictionary of Greek
θωριά — η 1. η εξωτερική εμφάνιση κάποιου, η όψη, το παρουσιαστικό, η θεωρία 2. η χροιά, το χρώμα («έχασε τη θωριά του» α. [για πρόσ.] ωχρίασε από φόβο, έχασε το χρώμα του β. [για πράγμα] ξεθώριασε) 3. βλέμμα («ελόγιασα να τή θωρώ, κι ώς τη θωριά να… … Dictionary of Greek
ιερομοσχοσφραγιστής — ἱερομοσχοσφραγιστής, ὁ (Α) ιερέας που σφράγιζε τους ιερούς μόσχους οι οποίοι προορίζονταν για θυσία για να βεβαιώσει ότι είναι κατάλληλοι γι αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + μοσχοσφραγιστής] … Dictionary of Greek
μεταμοσχεύω — (Α μεταμοσχεύω) εγκεντρίζω, μπολιάζω με τη μέθοδο τής μεταμόσχευσης νεοελλ. εκτελώ μεταμόσχευση οργάνου ή εμβρύου αρχ. (κατά τον Ησύχ.) μεταφυτεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + μοσχεύω «αποσπώ μόσχους και τους φυτεύω»] … Dictionary of Greek
μοσχοθύτης — μοσχοθύτης, ὁ (Α) αυτός που θυσιάζει ή σφάζει μόσχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοσχο + θύτης (< θύω «θυσιάζω»), πρβλ. βοο θύτης, μηλο θύτης] … Dictionary of Greek
μοσχομάγειρος — μοσχομάγειρος, ὁ (Α) αυτός που πουλά μόσχους, κρεοπώλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + μάγειρος «κρεοπώλης»] … Dictionary of Greek
μοσχοτρόφος — μοσχοτρόφος, ον (Α) (ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που τρέφει μόσχους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιππο τρόφος, μηλο τρόφος] … Dictionary of Greek
μοσχοτόμος — μοσχοτόμος, ον (Α) αυτός που σφάζει μόσχους, ο θυσιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόσχος (Ι) + τόμος (< τέμνω), πρβλ. λαιμο τόμος, λιθο τόμος] … Dictionary of Greek
Τιμίου Προδρόμου, μονή — Ονομασία με την οποία είναι γνωστά διάφορα μοναστήρια. 1. Γορτυνίας. Ανδρικό μοναστήρι του νομού Αρκαδίας, NA της Δημητσάνας, το οποίο εξαρτάται από τη Μητρόπολη Γόρτυνος και Μεγαλόπολης. Η ίδρυση του μοναστηριού ανάγεται στο 1167, ενώ άλλη… … Dictionary of Greek